προσφυγόπουλο

προσφυγόπουλο
το, Ν
1. τέκνο πρόσφυγα
2. νεαρός πρόσφυγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσφυγας + -πουλο*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • Μαραθεύτης, Μιχαλάκης — (Πάφος Κύπρου 1926 –). Φιλόλογος, παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα παιδαγωγικά σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος σε γυμνάσια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”